carbonic$11343$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

carbonic$11343$ - translation to ελληνικό

CHEMICAL COMPOUND
Dimethylcarbonate; Methyl carbonate; Carbonic acid dimethyl ester; Dimethyl carbonic ether

carbonic      
adj. ανθρακικός, ανθρακούχος
carbonic acid         
  • Bjerrum plot for carbonate speciation in seawater (ionic strength 0.7 mol dm<sup>−3</sup>)
  • Speciation for a monoprotic acid, AH as a function of pH.
ανθρακικό οξύ
carbon paper         
A PAPER USED TO MAKE COPIES
καρμπό

Ορισμός

carbonic acid
¦ noun a very weak acid formed when carbon dioxide dissolves in water. [H2CO3.]

Βικιπαίδεια

Dimethyl carbonate

Dimethyl carbonate (DMC) is an organic compound with the formula OC(OCH3)2. It is a colourless, flammable liquid. It is classified as a carbonate ester. This compound has found use as a methylating agent and more recently as a solvent that is exempt from the restrictions placed on most volatile organic compounds (VOCs) in the United States. Dimethyl carbonate is often considered to be a green reagent.